Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
View word page
καυματίζω
to burn

ShortDef

to burn

Debugging

Headword:
καυματίζω
Headword (normalized):
καυματίζω
Headword (normalized/stripped):
καυματιζω
IDX:
47511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47512
Key:

Data

{'content': 'to burn'}