Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
View word page
καυματίας
burning hot
ShortDef
burning hot
Debugging
Headword:
καυματίας
Headword (normalized):
καυματίας
Headword (normalized/stripped):
καυματιας
IDX:
47510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47511
Key:
Data
{'content': 'burning hot'}