Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
View word page
ἀμόω
hang

ShortDef

hang

Debugging

Headword:
ἀμόω
Headword (normalized):
ἀμόω
Headword (normalized/stripped):
αμοω
IDX:
4750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4751
Key:

Data

{'content': 'hang'}