Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
View word page
καυλωτός
with a stalk
ShortDef
with a stalk
Debugging
Headword:
καυλωτός
Headword (normalized):
καυλωτός
Headword (normalized/stripped):
καυλωτος
IDX:
47507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47508
Key:
Data
{'content': 'with a stalk'}