Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
View word page
καυλώδης
running to stem

ShortDef

running to stem

Debugging

Headword:
καυλώδης
Headword (normalized):
καυλώδης
Headword (normalized/stripped):
καυλωδης
IDX:
47503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47504
Key:

Data

{'content': 'running to stem'}