Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
View word page
καυλοφορέω
run to stalk

ShortDef

run to stalk

Debugging

Headword:
καυλοφορέω
Headword (normalized):
καυλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
καυλοφορεω
IDX:
47502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47503
Key:

Data

{'content': 'run to stalk'}