Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
View word page
καυλός
the shaft
ShortDef
the shaft
Debugging
Headword:
καυλός
Headword (normalized):
καυλός
Headword (normalized/stripped):
καυλος
IDX:
47501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47502
Key:
Data
{'content': 'the shaft'}