Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
View word page
καυλοπώλης
greengrocer

ShortDef

greengrocer

Debugging

Headword:
καυλοπώλης
Headword (normalized):
καυλοπώλης
Headword (normalized/stripped):
καυλοπωλης
IDX:
47500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47501
Key:

Data

{'content': 'greengrocer'}