Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
View word page
ἀγκιστρεία
angling
ShortDef
angling
Debugging
Headword:
ἀγκιστρεία
Headword (normalized):
ἀγκιστρεία
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρεια
IDX:
474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-475
Key:
Data
{'content': 'angling'}