Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
View word page
καυλοκοπία
cutting of stalks

ShortDef

cutting of stalks

Debugging

Headword:
καυλοκοπία
Headword (normalized):
καυλοκοπία
Headword (normalized/stripped):
καυλοκοπια
IDX:
47498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47499
Key:

Data

{'content': 'cutting of stalks'}