Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
View word page
καυλοκινάρα
artichoke stem

ShortDef

artichoke stem

Debugging

Headword:
καυλοκινάρα
Headword (normalized):
καυλοκινάρα
Headword (normalized/stripped):
καυλοκιναρα
IDX:
47497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47498
Key:

Data

{'content': 'artichoke stem'}