Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
View word page
καυλίον
sea-weed
ShortDef
sea-weed
Debugging
Headword:
καυλίον
Headword (normalized):
καυλίον
Headword (normalized/stripped):
καυλιον
IDX:
47494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47495
Key:
Data
{'content': 'sea-weed'}