Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καῦκοι
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
καυλός
καυλοφορέω
καυλώδης
View word page
καύλινος
made of a stalk
ShortDef
made of a stalk
Debugging
Headword:
καύλινος
Headword (normalized):
καύλινος
Headword (normalized/stripped):
καυλινος
IDX:
47493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47494
Key:
Data
{'content': 'made of a stalk'}