Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυκαλίς
Καυκάσιος
Καύκασος
Καῦκοι
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
καυλοπώλης
View word page
καυλίζομαι
have a shaft
ShortDef
have a shaft
Debugging
Headword:
καυλίζομαι
Headword (normalized):
καυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καυλιζομαι
IDX:
47490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47491
Key:
Data
{'content': 'have a shaft'}