Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυκαλίας
καυκαλίς
Καυκάσιος
Καύκασος
Καῦκοι
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
καυλομύκητες
View word page
καυλίας
extracted from a stalk

ShortDef

extracted from a stalk

Debugging

Headword:
καυλίας
Headword (normalized):
καυλίας
Headword (normalized/stripped):
καυλιας
IDX:
47489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47490
Key:

Data

{'content': 'extracted from a stalk'}