Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
View word page
ἀμοχθεί
without effort

ShortDef

without effort

Debugging

Headword:
ἀμοχθεί
Headword (normalized):
ἀμοχθεί
Headword (normalized/stripped):
αμοχθει
IDX:
4748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4749
Key:

Data

{'content': 'without effort'}