Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυθμός
καυκαλίας
καυκαλίς
Καυκάσιος
Καύκασος
Καῦκοι
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
καυλίας
καυλίζομαι
καυλικός
καυλίνης
καύλινος
καυλίον
καυλίσκος
καυλοειδής
καυλοκινάρα
καυλοκοπία
View word page
καυληδόν
like a stalk
ShortDef
like a stalk
Debugging
Headword:
καυληδόν
Headword (normalized):
καυληδόν
Headword (normalized/stripped):
καυληδον
IDX:
47488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47489
Key:
Data
{'content': 'like a stalk'}