Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
View word page
ἄμουσος
without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross
ShortDef
without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross
Debugging
Headword:
ἄμουσος
Headword (normalized):
ἄμουσος
Headword (normalized/stripped):
αμουσος
IDX:
4747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4748
Key:
Data
{'content': 'without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross'}