Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
κατώφορος
κατωχάνης
κατωχριάω
καυάζοντα
καυθμός
καυκαλίας
καυκαλίς
Καυκάσιος
Καύκασος
Καῦκοι
καῦκος
Καύκων
Καύκωνες
καυλέω
καυληδόν
View word page
καυθμός
burning, scorching

ShortDef

burning, scorching

Debugging

Headword:
καυθμός
Headword (normalized):
καυθμός
Headword (normalized/stripped):
καυθμος
IDX:
47478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47479
Key:

Data

{'content': 'burning, scorching'}