Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατωρίς
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
κατώφορος
κατωχάνης
κατωχριάω
καυάζοντα
καυθμός
καυκαλίας
καυκαλίς
Καυκάσιος
View word page
κατωφελής
very useful

ShortDef

very useful

Debugging

Headword:
κατωφελής
Headword (normalized):
κατωφελής
Headword (normalized/stripped):
κατωφελης
IDX:
47471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47472
Key:

Data

{'content': 'very useful'}