Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
View word page
ἀμουσολογία
inelegance of language

ShortDef

inelegance of language

Debugging

Headword:
ἀμουσολογία
Headword (normalized):
ἀμουσολογία
Headword (normalized/stripped):
αμουσολογια
IDX:
4746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4747
Key:

Data

{'content': 'inelegance of language'}