Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατώμοτος
Κάτων
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
κατώφορος
View word page
κατώτατος
lowest

ShortDef

lowest

Debugging

Headword:
κατώτατος
Headword (normalized):
κατώτατος
Headword (normalized/stripped):
κατωτατος
IDX:
47464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47465
Key:

Data

{'content': 'lowest'}