Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατωμοτικός
κατώμοτος
Κάτων
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
κατωφερής
View word page
κατωρύομαι
howl much
ShortDef
howl much
Debugging
Headword:
κατωρύομαι
Headword (normalized):
κατωρύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατωρυομαι
IDX:
47463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47464
Key:
Data
{'content': 'howl much'}