Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
Κάτων
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
κατωφελής
κατωφέρεια
View word page
κατῶρυξ
sunk, dug out; subst. a cavern
ShortDef
sunk, dug out; subst. a cavern
Debugging
Headword:
κατῶρυξ
Headword (normalized):
κατῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
κατωρυξ
IDX:
47462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47463
Key:
Data
{'content': 'sunk, dug out; subst. a cavern'}