Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατωμιστής
κάτωμος
κατωμοσία
κατωμοτικός
κατώμοτος
Κάτων
κατωνάκη
κατωνακοφόρος
κατωπιάω
κατωπός
κατωρθωμένως
κατωρίς
κατῶρυξ
κατωρύομαι
κατώτατος
κατωτερικός
κατώτερος
κατωτέρωθεν
κατωτίδες
κατώτιον
κατωφαγᾶς
View word page
κατωρθωμένως
successfully

ShortDef

successfully

Debugging

Headword:
κατωρθωμένως
Headword (normalized):
κατωρθωμένως
Headword (normalized/stripped):
κατωρθωμενως
IDX:
47460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47461
Key:

Data

{'content': 'successfully'}