Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατρεύς
κάτροπον
κάττα
καττυματοποιός
καττύς
κάτω
κατωβλέπων
κατώδυνος
κάτωθεν
View word page
κατοψοφαγέω
to spend in eating

ShortDef

to spend in eating

Debugging

Headword:
κατοψοφαγέω
Headword (normalized):
κατοψοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
κατοψοφαγεω
IDX:
47433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47434
Key:

Data

{'content': 'to spend in eating'}