Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατρεύς
κάτροπον
κάττα
καττυματοποιός
καττύς
κάτω
κατωβλέπων
κατώδυνος
View word page
κάτοψις
sight
ShortDef
sight
Debugging
Headword:
κάτοψις
Headword (normalized):
κάτοψις
Headword (normalized/stripped):
κατοψις
IDX:
47432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47433
Key:
Data
{'content': 'sight'}