Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατρεύς
κάτροπον
κάττα
καττυματοποιός
καττύς
κάτω
View word page
κατοψέ
late at night
ShortDef
late at night
Debugging
Headword:
κατοψέ
Headword (normalized):
κατοψέ
Headword (normalized/stripped):
κατοψε
IDX:
47430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47431
Key:
Data
{'content': 'late at night'}