Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατρεύς
κάτροπον
View word page
κατόχιμος
held in possession

ShortDef

held in possession

Debugging

Headword:
κατόχιμος
Headword (normalized):
κατόχιμος
Headword (normalized/stripped):
κατοχιμος
IDX:
47426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47427
Key:

Data

{'content': 'held in possession'}