Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
κατρεύς
View word page
κατοχή
a holding fast, detention

ShortDef

a holding fast, detention

Debugging

Headword:
κατοχή
Headword (normalized):
κατοχή
Headword (normalized/stripped):
κατοχη
IDX:
47425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47426
Key:

Data

{'content': 'a holding fast, detention'}