Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
κατοψοφαγία
View word page
κατοχέω
(mid.) ride; cp. ὀχέω

ShortDef

(mid.) ride; cp. ὀχέω

Debugging

Headword:
κατοχέω
Headword (normalized):
κατοχέω
Headword (normalized/stripped):
κατοχεω
IDX:
47424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47425
Key:

Data

{'content': '(mid.) ride; cp. ὀχέω'}