Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
κατοψέ
κατόψιος
κάτοψις
κατοψοφαγέω
View word page
κατοχεύω
have an animal ‘covered’

ShortDef

have an animal ‘covered’

Debugging

Headword:
κατοχεύω
Headword (normalized):
κατοχεύω
Headword (normalized/stripped):
κατοχευω
IDX:
47423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47424
Key:

Data

{'content': 'have an animal ‘covered’'}