Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
κατοχώδης
View word page
κατουρίζω
to bring into port with a fair wind
ShortDef
to bring into port with a fair wind
Debugging
Headword:
κατουρίζω
Headword (normalized):
κατουρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατουριζω
IDX:
47419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47420
Key:
Data
{'content': 'to bring into port with a fair wind'}