Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
View word page
ἀμόσχευτος
without branches
ShortDef
without branches
Debugging
Headword:
ἀμόσχευτος
Headword (normalized):
ἀμόσχευτος
Headword (normalized/stripped):
αμοσχευτος
IDX:
4741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4742
Key:
Data
{'content': 'without branches'}