Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
κάτοχος
View word page
κατουρέω
urinate (down on)
ShortDef
urinate (down on)
Debugging
Headword:
κατουρέω
Headword (normalized):
κατουρέω
Headword (normalized/stripped):
κατουρεω
IDX:
47418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47419
Key:
Data
{'content': 'urinate (down on)'}