Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
κατόχιμος
κατοχῖτις
View word page
κατουλωτικός
causing cicatrization

ShortDef

causing cicatrization

Debugging

Headword:
κατουλωτικός
Headword (normalized):
κατουλωτικός
Headword (normalized/stripped):
κατουλωτικος
IDX:
47417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47418
Key:

Data

{'content': 'causing cicatrization'}