Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
κατοχή
View word page
κατουλόω
cause to cicatrize

ShortDef

cause to cicatrize

Debugging

Headword:
κατουλόω
Headword (normalized):
κατουλόω
Headword (normalized/stripped):
κατουλοω
IDX:
47415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47416
Key:

Data

{'content': 'cause to cicatrize'}