Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
κατοχεύς
κατοχεύω
κατοχέω
View word page
κάτουλος
cicatrized
ShortDef
cicatrized
Debugging
Headword:
κάτουλος
Headword (normalized):
κάτουλος
Headword (normalized/stripped):
κατουλος
IDX:
47414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47415
Key:
Data
{'content': 'cicatrized'}