Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοφρυόομαι
View word page
κατοσφραίνομαι
smell

ShortDef

smell

Debugging

Headword:
κατοσφραίνομαι
Headword (normalized):
κατοσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοσφραινομαι
IDX:
47411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47412
Key:

Data

{'content': 'smell'}