Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
View word page
κατόσσομαι
to contemplate, behold

ShortDef

to contemplate, behold

Debugging

Headword:
κατόσσομαι
Headword (normalized):
κατόσσομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοσσομαι
IDX:
47410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47411
Key:

Data

{'content': 'to contemplate, behold'}