Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
κατουρίζω
View word page
κατορχέομαι
to dance in triumph over, treat despitefully
ShortDef
to dance in triumph over, treat despitefully
Debugging
Headword:
κατορχέομαι
Headword (normalized):
κατορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορχεομαι
IDX:
47409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47410
Key:
Data
{'content': 'to dance in triumph over, treat despitefully'}