Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
View word page
ἁμός2
indef. 'some'
ShortDef
our, my > ἐμός
indef. 'some'
Debugging
Headword:
ἁμός2
Headword (normalized):
ἁμός
Headword (normalized/stripped):
αμος2
IDX:
4740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4741
Key:
Data
{'content': "indef. 'some'"}