Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
κατουλωτικός
κατουρέω
View word page
κατορφνάομαι
darken
ShortDef
darken
Debugging
Headword:
κατορφνάομαι
Headword (normalized):
κατορφνάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορφναομαι
IDX:
47408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47409
Key:
Data
{'content': 'darken'}