Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
κατουλόω
κατούλωσις
View word page
κατορύσσω
to bury in the earth

ShortDef

to bury in the earth

Debugging

Headword:
κατορύσσω
Headword (normalized):
κατορύσσω
Headword (normalized/stripped):
κατορυσσω
IDX:
47406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47407
Key:

Data

{'content': 'to bury in the earth'}