Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κάτουλος
View word page
κατορυκτός
deep-buried

ShortDef

deep-buried

Debugging

Headword:
κατορυκτός
Headword (normalized):
κατορυκτός
Headword (normalized/stripped):
κατορυκτος
IDX:
47404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47405
Key:

Data

{'content': 'deep-buried'}