Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
View word page
κατορρωδέω
to be dismayed at, dread greatly
ShortDef
to be dismayed at, dread greatly
Debugging
Headword:
κατορρωδέω
Headword (normalized):
κατορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
κατορρωδεω
IDX:
47403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47404
Key:
Data
{'content': 'to be dismayed at, dread greatly'}