Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
κατουδαῖος
View word page
κατορούω
to rush downwards
ShortDef
to rush downwards
Debugging
Headword:
κατορούω
Headword (normalized):
κατορούω
Headword (normalized/stripped):
κατορουω
IDX:
47402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47403
Key:
Data
{'content': 'to rush downwards'}