Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
κατοσφραίνομαι
View word page
κατορθωτικός
likely or able to succeed
ShortDef
likely or able to succeed
Debugging
Headword:
κατορθωτικός
Headword (normalized):
κατορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
κατορθωτικος
IDX:
47401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47402
Key:
Data
{'content': 'likely or able to succeed'}