Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάτοπτρον
κατοργανίζω
κατοργάς
κατοργιάζω
κατοργόω
κάτορθος
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτέον
κατορθωτής
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορυκτός
κατόρυξις
κατορύσσω
κατορυχή
κατορφνάομαι
κατορχέομαι
κατόσσομαι
View word page
κατορθωτής
one who successfully accomplishes

ShortDef

one who successfully accomplishes

Debugging

Headword:
κατορθωτής
Headword (normalized):
κατορθωτής
Headword (normalized/stripped):
κατορθωτης
IDX:
47400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47401
Key:

Data

{'content': 'one who successfully accomplishes'}