Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοργός2
Ἀμοργοῦς
ἀμορία
ἄμορος
ἀμορφία
ἄμορφος
ἀμορφόω
ἀμόρφωτος
ἆμος
ἀμός
ἁμός
ἁμός2
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
View word page
ἁμός
our, my > ἐμός
ShortDef
our, my > ἐμός
indef. 'some'
Debugging
Headword:
ἁμός
Headword (normalized):
ἁμός
Headword (normalized/stripped):
αμος
IDX:
4739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4740
Key:
Data
{'content': 'our, my > ἐμός'}